Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rung rungs

rung (en)

  1. σκαλοπάτι (οριζόντια δοκός) μιας σκάλας
    • οριζόντιο σχοινί-σκαλοπάτι ανεμόσκαλας (a rung of a rope ladder)
  2. διαδοκίδα, πχ ανάμεσα στα δύο πόδια μιας καρέκλας

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

rung (en)