rung
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rung | rungs |
rung (en)
- σκαλοπάτι (οριζόντια δοκός) μιας σκάλας
- οριζόντιο σχοινί-σκαλοπάτι ανεμόσκαλας (a rung of a rope ladder)
- διαδοκίδα, πχ ανάμεσα στα δύο πόδια μιας καρέκλας
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrung (en)