διαδοκίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδοκίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαδοκίς < δια- + αρχαία ελληνική δοκός < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.a.ðoˈci.ða/ & /ði̯a.ðoˈci.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δο‐κί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαδοκίδα θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) τραβέρσα
- (ναυπηγικός όρος, ναυτικός όρος) μικρό δοκάρι που συναρμόζει και στηρίζει τις δοκούς που στηρίζουν το κατάστρωμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δοκός
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαδοκίδα