διαδοκίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαδοκίς | αἱ | διαδοκίδες | ||||
γενική | τῆς | διαδοκίδος | τῶν | διαδοκίδων | ||||
δοτική | τῇ | διαδοκίδῐ | ταῖς | διαδοκίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαδοκίδᾰ | τὰς | διαδοκίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | διαδοκίς* | διαδοκίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαδοκίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διαδοκίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαδοκίς < δια- + αρχαία ελληνική δοκ(ός) + -ίς (< δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαδοκίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή) στον Ησύχιο
- (αρχιτεκτονική, ναυπηγικός όρος) διαδοκίδα
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Δ
- <διαδοκίς> οἱ μὲν [ὑπόθεμα τῶν δοκῶν, πλάγιον ὑπόθεμα,] ἡ τὰς ἄλλας δοκοὺς ἀναδεχομένη· οἱ δὲ δοκῶν πλάγιον ὑπόθεμα
Πηγές επεξεργασία
- διαδοκίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.