μεσόδμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσόδμη | οι | μεσόδμες |
γενική | της | μεσόδμης | των | μεσοδμών |
αιτιατική | τη | μεσόδμη | τις | μεσόδμες |
κλητική | μεσόδμη | μεσόδμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσόδμη < αρχαία ελληνική μεσόδμη < μέσος + δέμω / δόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσόδμη θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές, αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) το μεσοδόκι
- (αρχαιοπρεπές, ναυπηγικός όρος) η διαδοκίδα, η μπικεριά