ετυμολογικό πεδίο 
μεσ- 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μέσος η μέση το μέσο
      γενική του μέσου της μέσης του μέσου
    αιτιατική τον μέσο τη μέση το μέσο
     κλητική μέσε μέση μέσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μέσοι οι μέσες τα μέσα
      γενική των μέσων των μέσων των μέσων
    αιτιατική τους μέσους τις μέσες τα μέσα
     κλητική μέσοι μέσες μέσα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέσος < πρωτοελληνική *métsos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *médʰyos ‎(μέσος) < *me-dʰi- ‎< *me (με)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐σος

  Επίθετο

επεξεργασία

μέσος

  1. που υπάρχει ή βρίσκεται στη μέση, σε ίση απόσταση μεταξύ δύο ή περισσότερων (τοπικών ή χρονικών) άκρων
  2. που εκφράζει το μέτρο
  3. που δηλώνει τον συνηθισμένο τύπο μιας ομάδας ανθρώπων ή πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά
    Ο μέσος υπολογιστής θα εμφανίσει προβλήματα μετά από 2-3 χρόνια

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και δείτε τα συγγενικά και τα σύνθετά τους:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μέσος οι μέσοι
      γενική του μέσου των μέσων
    αιτιατική τον μέσο τους μέσους
     κλητική μέσε μέσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μέσος ανθρώπινου χεριού

μέσος αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μεγαλύτερο δάχτυλο από όλα και αυτό που βρίσκεται στη μέση
  2. (αθλητισμός) παίχτης που τοποθετείται στο κέντρο
αντίχειρας δείκτης μέσος παράμεσος μικρός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία