Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
majeur majeurs

majeur (fr) αρσενικό

  1. ο μέσος (το δάχτυλο)
  2. o ενήλικος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
majeur majeurs

majeur (fr)

  1. ενήλικος
  2. μείζων