μεσότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσότητα < αρχαία ελληνική μεσότης > μέσος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσότητα θηλυκό
- η αφηρημένη έννοια του μέσου
- το κεντρικό σημείο κάποιας έννοιας ή ενός νοήματος κατά τον Αριστοτ. «πρῶτον οὖν τοῦτο θεωρητέον, ὅτι τὰ τοιαῦτα πέφυκεν ὑπ᾽ ἐνδείας καὶ ὑπερβολῆς φθείρεσθαι, (δεῖ γὰρ ὑπὲρ τῶν ἀφανῶν τοῖς φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι) ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἰσχύος καὶ τῆς ὑγιείας ὁρῶμεν». Ηθικά Νικομάχεια Β΄1104a, 13 -16»
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσότητα
|