Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρότητα οι ακρότητες
      γενική της ακρότητας των ακροτήτων
    αιτιατική την ακρότητα τις ακρότητες
     κλητική ακρότητα ακρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρότης από την αιτιατική «τήν ἀκρότητα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρότητα θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα της ακραίας συμπεριφοράς, που ξεπερνά το αποδεκτό όριο ακόμα και στην παρεκκλίνουσα συμπεριφορά
  2. το χαρακτηριστικό εκείνου που έχει γίνει ακραίος

  Μεταφράσεις επεξεργασία