ακρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρότης από την αιτιατική «τήν ἀκρότητα»
- για το χαρακτηριστικό εκείνου που έχει γίνει ακραίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκρότης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈkɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακρότητα θηλυκό
- το αποτέλεσμα της ακραίας συμπεριφοράς, που ξεπερνά το αποδεκτό όριο ακόμα και στην παρεκκλίνουσα συμπεριφορά
- το χαρακτηριστικό εκείνου που έχει γίνει ακραίος