πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρότητα οι ακρότητες
      γενική της ακρότητας των ακροτήτων
    αιτιατική την ακρότητα τις ακρότητες
     κλητική ακρότητα ακρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρότης από την αιτιατική «τήν ἀκρότητα»

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακρότητα θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα της ακραίας συμπεριφοράς, που ξεπερνά το αποδεκτό όριο ακόμα και στην παρεκκλίνουσα συμπεριφορά
  2. το χαρακτηριστικό εκείνου που έχει γίνει ακραίος

Μεταφράσεις

επεξεργασία