Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεκκλίνων
παρεκκλίνοντας
η παρεκκλίνουσα το παρεκκλίνον
      γενική του παρεκκλίνοντος
παρεκκλίνοντα
της παρεκκλίνουσας
παρεκκλινούσης*
του παρεκκλίνοντος
    αιτιατική τον παρεκκλίνοντα την παρεκκλίνουσα το παρεκκλίνον
     κλητική παρεκκλίνων
παρεκκλίνοντα
παρεκκλίνουσα παρεκκλίνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεκκλίνοντες οι παρεκκλίνουσες τα παρεκκλίνοντα
      γενική των παρεκκλινόντων των παρεκκλινουσών των παρεκκλινόντων
    αιτιατική τους παρεκκλίνοντες τις παρεκκλίνουσες τα παρεκκλίνοντα
     κλητική παρεκκλίνοντες παρεκκλίνουσες παρεκκλίνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

παρεκκλίνων (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • που ξεφεύγει από κανονικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία