Δείτε επίσης: ἀκραῖος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακραίος η ακραία το ακραίο
      γενική του ακραίου της ακραίας του ακραίου
    αιτιατική τον ακραίο την ακραία το ακραίο
     κλητική ακραίε ακραία ακραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακραίοι οι ακραίες τα ακραία
      γενική των ακραίων των ακραίων των ακραίων
    αιτιατική τους ακραίους τις ακραίες τα ακραία
     κλητική ακραίοι ακραίες ακραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακραίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκραῖος
υπερβολικός < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική extrême [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κραί‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

ακραίος, -α, -ο

  1. ο ακριανός, αυτός που βρίσκεται στην άκρη, στα άκρα, στα όρια ενός σχεδίου ή ενός οικοδομικού τετραγώνου
    δόμηση σε ακραία σημεία σχεδίου
  2. που φτάνει στην υπερβολή ή ακρότητα ή (στην πολιτική) φανατισμό
    ακραίες αντιδράσεις - ακραίος αυταρχισμός
    ακραίος ο τρόπος που...
    ακραία καιρικά φαινόμενα
     συνώνυμα: υπερβολικός

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη άκρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία