ακραία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακραία < ακραίος + -α < αρχαία ελληνική ἀκραῖος < ἄκρα
Επίρρημα
επεξεργασίαακραία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακραία
ακραία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακραίο