Ετυμολογία

επεξεργασία
extremely < extreme + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

extremely (en)

  • πάρα πολύ, υπερβολικά, εξαιρετικά
    ⮡  He is extremely tall.
    Είναι πάρα πολύ ψηλός.
    ⮡  It is extremely kind of you.
    Πάρα πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.
    ⮡  The device is extremely complex.
    Η συσκευή είναι υπερβολικά πολύπλοκη.
    ⮡  an extremely competitive environment - εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον

Συνώνυμα

επεξεργασία