really
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | really |
συγκριτικός | more really |
υπερθετικός | most really |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαreally (en)
- πολύ, πραγματικά, αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει ένα επίθετο ή ένα επίρρημα
- πάρα πολύ, πράγματι, αληθινά. χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι που λέω ή μια γνώμη που λέω
- αλήθεια, χρησιμοποιείται για να εκφράσει ενδιαφέρον ή έκπληξη για αυτό που λέει κάποιος
- ⮡ -I saw him. -Really?
- -Τον είδα. -Αλήθεια;
- ⮡ Really, is that so?
- Αλήθεια, έτσι είναι;
- ⮡ Really, how was that possible?
- Αλήθεια, πώς ήταν δυνατόν;
- ⮡ -I saw him. -Really?
- πράγματι, αληθινά, αλήθεια, χρησιμοποιείται για να πει ποια είναι στην πραγματικότητα η αλήθεια για κάτι
- ⮡ Really, that’s how it happened.
- Πράγματι, έτσι έγινε.
- ⮡ He really cried.
- Έκλαψε αληθινά.
- ⮡ Did you really see him stealing?
- Τον είδες αληθινά να κλέβει;
- ⮡ He really did behave like a gentleman.
- Φέρθηκε αληθινά σαν κύριος.
- ⮡ Why did you really leave so early yesterday?
- Αλήθεια γιατί έφυγες τόσο νωρίς χτες;
- ⮡ What are you really saying? Is that what you think the situation is?
- Tι λες, αλήθεια! Έτσι νομίζεις ότι είναι η κατάσταση;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη actually
- ⮡ Really, that’s how it happened.
- πραγματικά, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις και αρνητικές προτάσεις όταν θέλω κάποιος να πει "όχι"
- χρησιμοποιείται για να δείξει ότι νομίζω ότι κάτι που έχει κάνει κάποιος είναι κακό
- ⮡ Really? How rude!
- Μα τι λες! Τι αγένεια!
- ⮡ Really? How rude!