παραθετικά
θετικός really
συγκριτικός more really
υπερθετικός most really

  Ετυμολογία

επεξεργασία
really < real + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

really (en)

  1. πολύ, πραγματικά, αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει ένα επίθετο ή ένα επίρρημα
    ⮡  It is really kind of you.
    Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.
    ⮡  Those who build really flashy houses become less happy.
    Αυτοί που χτίζουν πραγματικά φανταχτερά σπίτια γίνονται λιγότερο ευτυχισμένοι.
    ⮡  He is a really honest man.
    Είναι αληθινά τίμιος άνθρωπος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
  2. πάρα πολύ, πράγματι, αληθινά. χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι που λέω ή μια γνώμη που λέω
    ⮡  I really love you.
    Σ' αγαπώ πάρα πολύ.
    ⮡  If you really want to succeed, you have to work hard.
    Aν θες πράγματι να πετύχεις, πρέπει να κοπιάσεις.
    ⮡  She really loves him.
    Τον αγαπάει αληθινά.
     συνώνυμα:  a lot, so much και very much
  3. αλήθεια, χρησιμοποιείται για να εκφράσει ενδιαφέρον ή έκπληξη για αυτό που λέει κάποιος
    ⮡  -I saw him. -Really?
    -Τον είδα. -Αλήθεια;
    ⮡  Really, is that so?
    Αλήθεια, έτσι είναι;
    ⮡  Really, how was that possible?
    Αλήθεια, πώς ήταν δυνατόν;
  4. πράγματι, αληθινά, αλήθεια, χρησιμοποιείται για να πει ποια είναι στην πραγματικότητα η αλήθεια για κάτι
    ⮡  Really, that’s how it happened.
    Πράγματι, έτσι έγινε.
    ⮡  He really cried.
    Έκλαψε αληθινά.
    ⮡  Did you really see him stealing?
    Τον είδες αληθινά να κλέβει;
    ⮡  He really did behave like a gentleman.
    Φέρθηκε αληθινά σαν κύριος.
    ⮡  Why did you really leave so early yesterday?
    Αλήθεια γιατί έφυγες τόσο νωρίς χτες;
    ⮡  What are you really saying? Is that what you think the situation is?
    Tι λες, αλήθεια! Έτσι νομίζεις ότι είναι η κατάσταση;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη actually
  5. πραγματικά, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις και αρνητικές προτάσεις όταν θέλω κάποιος να πει "όχι"
    ⮡  Do you really expect me to believe it?
    Θέλεις πραγματικά να το πιστέψω;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη actually
  6. χρησιμοποιείται για να δείξει ότι νομίζω ότι κάτι που έχει κάνει κάποιος είναι κακό
    ⮡  Really? How rude!
    Μα τι λες! Τι αγένεια!