πραγματικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πραγματικά < πραγματικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπραγματικά
- που συμβαίνει στην πραγματικότητα, που αληθεύει
Συνώνυμα
επεξεργασίακαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πραγματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπραγματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πραγματικός