Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ.fɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
effet effets

effet (fr) αρσενικό

  1. το αποτέλεσμα, η συνέπεια, η επίδραση, η επενέργεια, η επίπτωση
  2. το εφέ