effet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
effet | effets |
effet (fr) αρσενικό
- το αποτέλεσμα, η συνέπεια, η επίδραση, η επενέργεια, η επίπτωση
- το εφέ
ενικός | πληθυντικός |
effet | effets |
effet (fr) αρσενικό