Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επενέργεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επενέργει
α
οι
επενέργει
ες
γενική
της
επενέργει
ας
των
επενεργει
ών
αιτιατική
την
επενέργει
α
τις
επενέργει
ες
κλητική
επενέργει
α
επενέργει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επενέργεια
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επενέργεια
θηλυκό
η
ενέργεια
, η
επιρροή
πάνω σε κάτι
η
επίπτωση
Συνώνυμα
επεξεργασία
επίδραση
επήρεια
υπό το κράτος
επηρεασμός
Συγγενικά
επεξεργασία
επενεργώ
επενεργών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επενέργεια
αγγλικά
:
acting upon
(en)
,
rendering
(en)
γαλλικά
:
effet
(fr)