ενικός         πληθυντικός  
rendering renderings

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rendering (en)

  1. η απόδοση ενός μουσικού κομματιού, ενός ρόλου σε ένα έργο κτλ· ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο παίζεται κάτι
    ⮡  Your rendering of this role wasn’t satisfactory.
    Η απόδοσή σου σ΄ αυτόν το ρόλο δεν ήταν ικανοποιητική.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rendition
  2. η απόδοση, ένα γραπτό που έχει μεταφραστεί σε διαφορετική γλώσσα. ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο έχει μεταφραστεί
    ⮡  The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
    Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
  3. (πληροφορική) η επενέργεια, προγραμματιστική διαδικασία επενέργειας πάνω σε αρχείο, η διαδικασία προγράμματος επεξεργασίας δεδομένων (εικόνας, ήχου, αλγορίθμων κτλ) που επιφέρει μεταβολές σε εισηγμένο αρχείο