rendering
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rendering | renderings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrendering (en)
- η απόδοση ενός μουσικού κομματιού, ενός ρόλου σε ένα έργο κτλ· ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο παίζεται κάτι
- η απόδοση, ένα γραπτό που έχει μεταφραστεί σε διαφορετική γλώσσα. ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο έχει μεταφραστεί
- ⮡ The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
- Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
- ⮡ The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
- (πληροφορική) η επενέργεια, προγραμματιστική διαδικασία επενέργειας πάνω σε αρχείο, η διαδικασία προγράμματος επεξεργασίας δεδομένων (εικόνας, ήχου, αλγορίθμων κτλ) που επιφέρει μεταβολές σε εισηγμένο αρχείο