Δείτε επίσης: ἐπήρεια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επήρεια οι επήρειες
      γενική της επήρειας των επηρειών
    αιτιατική την επήρεια τις επήρειες
     κλητική επήρεια επήρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επήρεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπήρεια ("προσβλητική μεταχείριση ή συμπεριφορά") με ελληνιστική σημασία "πείραγμα από δαίμονα" με παρανάγνωση του ελληνιστικού ἐπίρροια (αρχαίο ἐπιρροή "εισροή υγρού") - σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική influence[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpi.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πή‐ρει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επήρεια θηλυκό

  • (λόγιο) επίδραση (κυρίως στην έκφραση υπό την επήρεια: εξ αιτίας της επίδρασης)
    Έδερνε τη γυναίκα του γιατί ήταν συνεχώς υπό την επήρεια του αλκοόλ. Δεν μπορούσε να απεξαρτηθεί, αλλά η επιρροή του γιατρού του ήταν καταλυτική: τον έπεισε να το κόψει!

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία