Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɪn.flu.əns/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

influence (en)

  ΡήμαΕπεξεργασία

influence (en)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • influence στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. (αγγλικά) «Python Introduction». Προσπέλαση 2020-03-22



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
influence influences

influence (fr) θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη influer