Ουσιαστικό

επεξεργασία

sway (en) (μη μετρήσιμο)

  • η επιρροή
    ⮡  He has a lot of sway in the diplomatic service thanks to his family name.
    Έχει μεγάλη επιρροή στο διπλωματικό σώμα χάρη στο όνομά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη influence
ενεστώτας sway
γ΄ ενικό ενεστώτα sways
αόριστος swayed
παθητική μετοχή swayed
ενεργητική μετοχή swaying

sway (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ταλαντεύομαι, κουνώ, λικνίζω
    ⮡  He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
    Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
    ⮡  He swayed his arms as he walked.
    Κουνούσε τα χέρια του καθώς περπατούσε.
    ⮡  The tree branches were swaying in the wind.
    Τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν στον αέρα.
    ⮡  The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
    Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
  2. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) εξουσιάζω, κατευθύνω, επηρεάζω, πείθω κάποιον να πιστέψει κάτι ή να κάνει κάτι
    ⮡  He is swayed by his feelings.
    Εξουσιάζεται από τα αισθήματά του.
    ⮡  I am swayed by the opinions of others.
    Κατευθύνομαι από τις γνώμες των άλλων.
    ⮡  His testimony did not sway the jury.
    Η κατάθεσή του δεν επηρέασε τους ενόρκους.
    ⮡  His speech decisively swayed the voters.
    Ο λόγος του επηρέασε αποφασιστικά τους ψηφοφόρους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη influence