Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλαντεύομαι < αρχαία ελληνική ταλατεύω < τάλαντον

ταλαντεύομαι

  1. (φυσική) υφίσταμαι ταλάντωση
  2. δεν μπορώ να καταλήξω σε απόφαση, είμαι αναποφάσιστος και δυσκολεύομαι να επιλέξω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία