ταλαντωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταλαντωτής < ταλαντώνομαι + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oscillateur)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταλαντωτής αρσενικό
- (τεχνολογία) συσκευή που δημιουργεί / παράγει (ηλεκτρικές) ταλαντώσεις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ταλαντώνομαι και τάλαντο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταλαντωτής