• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ταλάντωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταλάντωση οι ταλαντώσεις
      γενική της ταλάντωσης* των ταλαντώσεων
    αιτιατική την ταλάντωση τις ταλαντώσεις
     κλητική ταλάντωση ταλαντώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταλαντώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλάντωση < αρχαία ελληνική ταλάντωσις < ταλαντόομαι / ταλαντοῦμαι < τάλαντον

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈlan.do.si/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταλάντωση θηλυκό

  • (φυσική) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταλαντώνομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ταλάντωση
  • αγγλικά : oscillation (en)
  • γαλλικά : oscillation (fr)
  • γερμανικά : Schwingung (de)
  • πολωνικά : oscylacja (pl), drganie (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ταλάντωση&oldid=5518615"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:20

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:20.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας