Schwingung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schwingung | die | Schwingungen |
γενική | der | Schwingung | der | Schwingungen |
δοτική | der | Schwingung | den | Schwingungen |
αιτιατική | die | Schwingung | die | Schwingungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSchwingung (de) θηλυκό