den
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
den (en)
- το άντρο (φωλιά ορισμένων ζώων, όπως του λιονταριού)
- το άντρο, το κρησφύγετο
- το ησυχαστήριο ενός ανθρώπου στο σπίτι του, ο προσωπικός του χώρος
Μπαμπάρα (bm)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
den
- το παιδί
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
den (nl)
- το πεύκο
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
den (cs) αρσενικό