Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

den (en)

  1. το άντρο (φωλιά ορισμένων ζώων, όπως του λιονταριού)
  2. το άντρο, το κρησφύγετο
  3. το ησυχαστήριο ενός ανθρώπου στο σπίτι του, ο προσωπικός του χώρος



Μπαμπάρα (bm)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

den



Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

den (nl)



Τσεχικά (cs)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

den (cs) αρσενικό

  1. μέρα