ησυχαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ησυχαστήριο | τα | ησυχαστήρια |
γενική | του | ησυχαστήριου & ησυχαστηρίου |
των | ησυχαστήριων & ησυχαστηρίων |
αιτιατική | το | ησυχαστήριο | τα | ησυχαστήρια |
κλητική | ησυχαστήριο | ησυχαστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ησυχαστήριο < μεσαιωνική ελληνική ἡσυχαστήριον < ησυχαστής + -τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαησυχαστήριο ουδέτερο
- (θρησκεία) το μέρος όπου αποσύρεται ένας μοναχός που θέλει να απομονωθεί τελείως, το ερημητήριο, η σκήτη
- ο τόπος όπου αποσύρεται κάποιος για να ησυχάσει