Ετυμολογία

επεξεργασία
τελείως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελείως < τέλει(ος) + -ως. Συγκρίνετε με το επίρρημα τέλεια.

Επίρρημα

επεξεργασία

τελείως (τροπικό επίρρημα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία