entirely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαentirely (en) (χωρίς παραθετικά)
- τελείως, ολοκληρωτικά, όλως, καθ' ολοκληρίαν, εξ ολοκλήρου, με κάθε δυνατό τρόπο
- ⮡ entirely incompetent - τελείως ανίκανος
- ⮡ It was entirely on accident that I met him in the morning.
- Όλως τυχαίως τον συνάντησα το πρωί.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
Πηγές
επεξεργασία- entirely - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 872. ISBN 9780194325684., λήμμα: τελείως