completely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | completely |
συγκριτικός | more completely |
υπερθετικός | most completely |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcompletely (en)
- απόλυτα, απολύτως, εντελώς, ολοκληρωτικά, τελείως, με κάθε δυνατό τρόπο, σε κάθε μέρος
- ⮡ I am completely convinced that…
- Είμαι απόλυτα πεπεισμένος…
- ⮡ I am completely wrong.
- Έχω απόλυτα άδικο.
- ⮡ I completely trust him.
- Τον εμπιστεύομαι απόλυτα.
- ⮡ I am not completely clear on that point.
- Δεν είμαι απολύτως βέβαιος σ' αυτό το σημείο.
- ⮡ I forgot about it completely.
- Το ξέχασα εντελώς.
- ⮡ It was completely destroyed.
- Καταστράφηκε εντελώς/ολοκληρωτικά.
- ⮡ He was completely innocent.
- Ήταν τελείως αθώος.
- ⮡ I am completely convinced that…
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- completely - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106, 296, 872. ISBN 9780194325684., λήμμα: απολύτως, εντελώς, τελείως