Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

downright < down- + right

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdaʊnrʌɪt/

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός downright
συγκριτικός more downright
υπερθετικός most downright

downright (en)

  • καθαρός, σκέτος, χρησιμοποιείται ως τρόπος να τονίσει κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο
    It is a downright lie.
    Είναι καθαρό ψέμα.
    It’s downright nonsense.
    Είναι σκέτη ανοησία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total

  Επίρρημα επεξεργασία

downright (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απολύτως, κατηγορηματικά, χρησιμοποιείται ως τρόπος να τονίσει κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο
    He was downright rude.
    Ήταν απολύτως αγενής.
    She downright refused.
    Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely

  Πηγές επεξεργασία