downright
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | downright |
συγκριτικός | more downright |
υπερθετικός | most downright |
downright (en)
Επίρρημα επεξεργασία
downright (en) (χωρίς παραθετικά)
- απολύτως, κατηγορηματικά, χρησιμοποιείται ως τρόπος να τονίσει κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο
- ↪ He was downright rude.
- Ήταν απολύτως αγενής.
- ↪ She downright refused.
- Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ He was downright rude.