total
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
total (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό)
- συνολικός, ολικός, μετριέται το ποσό μετά από όλους ή όλα
- καθαρός, σκέτος, τέλειος, πλήρης, χρησιμοποιείται όταν τονίζω κάτι, για να σημαίνει «στο μέγιστο δυνατό βαθμό»
- ⮡ This is the total truth.
- Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια.
- ⮡ What he did is total stupidity/craziness/fraud.
- Αυτό που έκανε είναι καθαρή βλακεία/τρέλα/απάτη.
- ⮡ He was saved by total luck.
- Σώθηκε από καθαρή τύχη.
- ⮡ The food was a total failure.
- Το φαγητό ήταν μια σκέτη αποτυχία.
- ⮡ He is a total rascal.
- Είναι τέλειος παλιάνθρωπος.
- ⮡ a total success/failure - πλήρης επιτυχία/αποτυχία
- ⮡ There is a total difference of opinion.
- Υπάρχει πλήρης διάσταση απόψεων.
- ⮡ I am in total ignorance.
- Βρίσκομαι σε πλήρη άγνοια.
- ≈ συνώνυμα: absolute, complete, downright, outright, out-and-out, perfect, pure, regular, sheer, thorough, unadulterated, unfettered και utter
- ⮡ This is the total truth.
- ολοκληρωτικός, μια συνολική και ενιαία προσπάθεια ειδικά για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος
- ⮡ total war - ολοκληρωτικός πόλεμος
Παράγωγα
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | total |
γ΄ ενικό ενεστώτα | totals |
αόριστος | totaled (ΗΠΑ), totalled (ΗΒ) |
παθητική μετοχή | totaled (ΗΠΑ), totalled (ΗΒ) |
ενεργητική μετοχή | totaling (ΗΠΑ), totalling (ΗΒ) |
total (en)
- ανέρχομαι σε, φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σύνολο
- ⮡ His debts total 500 euros.
- Τα χρέη του ανέρχονται σε 500 ευρώ.
- ⮡ The event’s visitors totaled 50,000 in all.
- Οι επισκέπτες της έκθεσης ανήλθαν συνολικά σε 50.000.
- ⮡ His debts total 500 euros.