thorough
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | thorough |
συγκριτικός | more thorough |
υπερθετικός | most thorough |
Επίθετο επεξεργασία
thorough (en)
- εμπεριστατωμένος, εξονυχιστικός, πολύ προσεκτικός και λεπτομερής
- ↪ She was acquitted thanks to her thorough defense.
- Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
- ↪ a through investigation - εξονυχιστική έρευνα
- ↪ She was acquitted thanks to her thorough defense.
- επιμελής, για ένα άτομο που κάνει τα πράγματα πολύ προσεκτικά και με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια
- (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) τέλειος, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο κακός ή ενοχλητικός είναι κάποιος ή κάτι