Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
thoroughly
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά (en)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
thoroughly
<
thorough
Επίρρημα
Επεξεργασία
thoroughly
(en)
ενδελεχώς
,
επιμελώς
, με προσοχή στη λεπτομέρεια, χωρίς να παραλειφθεί τίποτα
she read the instructions
thoroughly
before turning on the device
τελείως
,
απολύτως
,
εντελώς
I am
thoroughly
disgusted with your behavior