εμπεριστατωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπεριστατωμένος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμπεριστατωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου για το ρήμα στην ελληνιστική κοινή ἐμπεριστατέω / ἐμπεριστατῶ < ἐμπερίστατος < (ἐν) ἐμ- + περι- + στατός (ἵστημι)[1]
μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική umständlich (πολύ λεπτομερής) σε αντιστοιχία με το ρήμα περιστατοῦμαι (περιβάλλομαι από πλήθος).[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.be.ɾi.sta.toˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπε‐ρι‐στα‐τω‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐πε‐ρι‐στα‐τω‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
εμπεριστατωμένος, -η, -ο
- που εξετάστηκε ή έγινε με μεγάλη προσοχή και επισταμένως
- ↪ εμπεριστατωμένη μελέτη
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εμπεριστατωμένα
- εμπεριστατωμένως
- → δείτε και τη λέξη περίσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπεριστατωμένος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ εμπεριστατωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας