πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίσταση οι περιστάσεις
      γενική της περίστασης* των περιστάσεων
    αιτιατική την περίσταση τις περιστάσεις
     κλητική περίσταση περιστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
περίσταση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίστα(σις) + -ση (αρχαία σημασία: που περιβάλλει, που είναι τριγύρω) [1] < περιίστημι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίσταση θηλυκό

  • μια χρονική στιγμή που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο ιδιαίτερων συνθηκών, η κατάσταση που επικρατεί σε μια χρονική στιγμή
      μια και η περίσταση το απαιτεί, ας πιούμε ένα ποτηράκι
      (συχνά στον πληθυντικό) φαίνομαι αντάξιος των περιστάσεων - φταίνε οι περιστάσεις

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία