Ετυμολογία

επεξεργασία
éventualité < éventuel

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.vɑ̃.tɥa.li.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
éventualité éventualités

éventualité (fr) θηλυκό

  1. η πιθανότητα, το ενδεχόμενο
  2. η περίσταση