συγκυρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκυρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκυρία[1] < συγκυρῶ < σύν + κῠρέω, άγνωστης ετυμολογικής αρχής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκυ‐ρί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κυ‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκυρία θηλυκό
- το αποτέλεσμα της σύμπτωσης γεγονότων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκυρία
- ↑ συγκυρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας