Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκυριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγκυριακ
ός
η
συγκυριακ
ή
το
συγκυριακ
ό
γενική
του
συγκυριακ
ού
της
συγκυριακ
ής
του
συγκυριακ
ού
αιτιατική
τον
συγκυριακ
ό
τη
συγκυριακ
ή
το
συγκυριακ
ό
κλητική
συγκυριακ
έ
συγκυριακ
ή
συγκυριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγκυριακ
οί
οι
συγκυριακ
ές
τα
συγκυριακ
ά
γενική
των
συγκυριακ
ών
των
συγκυριακ
ών
των
συγκυριακ
ών
αιτιατική
τους
συγκυριακ
ούς
τις
συγκυριακ
ές
τα
συγκυριακ
ά
κλητική
συγκυριακ
οί
συγκυριακ
ές
συγκυριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγκυριακός
<
συγκυρία
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
συγκυριακός, -ή, -ό
που έχει σχέση με μια
συγκυρία
ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
συγκυρία
συγκυριακά
συγκυριακώς
συγκύριος
συγκυριότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκυριακός
αγγλικά
:
coincidental
(en)
γαλλικά
:
conjoncturel
(fr)