συγκυριότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκυριότητα < συγκύριος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική copropriété[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική Miteigentum[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκυριότητα θηλυκό
- (νομικός όρος) η ιδιότητα του συγκύριου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκυριότητα
- ↑ 1,0 1,1 συγκυριότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ συγκυριότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας