περί
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
περί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περῐ́
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
περί
- (για αριθμό) κοντά σε, περίπου
- ↪ ήμασταν περί τα 200 άτομα στη συγκέντρωση
- σχετικά με κάτι ή κάποιον
- ↪ δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
περί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περῐ́
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
περί
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «περί» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
περί < → λείπει η ετυμολογία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
περί
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «περί» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «περί» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.