comprehensive
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
comprehensive (en)
- περιεκτικός
- ευρύς, εκτενής
- a comprehensive knowledge of the language - ευρεία γνώση της γλώσσας
- εμπεριστατωμένος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη comprehend
comprehensive (en)