ενεστώτας comprehend
γ΄ ενικό ενεστώτα comprehends
αόριστος comprehended
παθητική μετοχή comprehended
ενεργητική μετοχή comprehending

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɒmpɹɪˈhɛnd/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /kɑmpɹɪˈhɛnd/ (ΗΠΑ)
 

comprehend (en)

  1. κατανοώ
  2. περιλαμβάνω

Συγγενικά

επεξεργασία