κατανοώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατανοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατανοῶ, συνηρημένος τύπος του κατανοέω < κατα- + νοέω < νόος / νοῦς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.noˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐νο‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίακατανοώ, αόρ.: κατανόησα, παθ.φωνή: κατανοούμαι, π.αόρ.: κατανοήθηκα
- καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, πιάνω
- δείχνω επιείκεια εκτιμώντας ειδικές συνθήκες
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά, νοώ και νους
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατανοώ | κατανοούσα | θα κατανοώ | να κατανοώ | κατανοώντας | |
β' ενικ. | κατανοείς | κατανοούσες | θα κατανοείς | να κατανοείς | ||
γ' ενικ. | κατανοεί | κατανοούσε | θα κατανοεί | να κατανοεί | ||
α' πληθ. | κατανοούμε | κατανοούσαμε | θα κατανοούμε | να κατανοούμε | ||
β' πληθ. | κατανοείτε | κατανοούσατε | θα κατανοείτε | να κατανοείτε | κατανοείτε | |
γ' πληθ. | κατανοούν(ε) | κατανοούσαν(ε) | θα κατανοούν(ε) | να κατανοούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατανόησα | θα κατανοήσω | να κατανοήσω | κατανοήσει | ||
β' ενικ. | κατανόησες | θα κατανοήσεις | να κατανοήσεις | κατανόησε | ||
γ' ενικ. | κατανόησε | θα κατανοήσει | να κατανοήσει | |||
α' πληθ. | κατανοήσαμε | θα κατανοήσουμε | να κατανοήσουμε | |||
β' πληθ. | κατανοήσατε | θα κατανοήσετε | να κατανοήσετε | κατανοήστε | ||
γ' πληθ. | κατανόησαν κατανοήσαν(ε) |
θα κατανοήσουν(ε) | να κατανοήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατανοήσει | είχα κατανοήσει | θα έχω κατανοήσει | να έχω κατανοήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατανοήσει | είχες κατανοήσει | θα έχεις κατανοήσει | να έχεις κατανοήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατανοήσει | είχε κατανοήσει | θα έχει κατανοήσει | να έχει κατανοήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατανοήσει | είχαμε κατανοήσει | θα έχουμε κατανοήσει | να έχουμε κατανοήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατανοήσει | είχατε κατανοήσει | θα έχετε κατανοήσει | να έχετε κατανοήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατανοήσει | είχαν κατανοήσει | θα έχουν κατανοήσει | να έχουν κατανοήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατανοούμαι | κατανοούμουν | θα κατανοούμαι | να κατανοούμαι | ||
β' ενικ. | κατανοείσαι | κατανοούσουν | θα κατανοείσαι | να κατανοείσαι | ||
γ' ενικ. | κατανοείται | κατανοούνταν | θα κατανοείται | να κατανοείται | ||
α' πληθ. | κατανοούμαστε | κατανοούμασταν κατανοούμαστε |
θα κατανοούμαστε | να κατανοούμαστε | ||
β' πληθ. | κατανοείστε | κατανοούσασταν κατανοούσαστε |
θα κατανοείστε | να κατανοείστε | κατανοείστε | |
γ' πληθ. | κατανοούνται | κατανοούνταν | θα κατανοούνται | να κατανοούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατανοήθηκα | θα κατανοηθώ | να κατανοηθώ | κατανοηθεί | ||
β' ενικ. | κατανοήθηκες | θα κατανοηθείς | να κατανοηθείς | κατανοήσου | ||
γ' ενικ. | κατανοήθηκε | θα κατανοηθεί | να κατανοηθεί | |||
α' πληθ. | κατανοηθήκαμε | θα κατανοηθούμε | να κατανοηθούμε | |||
β' πληθ. | κατανοηθήκατε | θα κατανοηθείτε | να κατανοηθείτε | κατανοηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατανοήθηκαν κατανοηθήκαν(ε) |
θα κατανοηθούν(ε) | να κατανοηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατανοηθεί | είχα κατανοηθεί | θα έχω κατανοηθεί | να έχω κατανοηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις κατανοηθεί | είχες κατανοηθεί | θα έχεις κατανοηθεί | να έχεις κατανοηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατανοηθεί | είχε κατανοηθεί | θα έχει κατανοηθεί | να έχει κατανοηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατανοηθεί | είχαμε κατανοηθεί | θα έχουμε κατανοηθεί | να έχουμε κατανοηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατανοηθεί | είχατε κατανοηθεί | θα έχετε κατανοηθεί | να έχετε κατανοηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατανοηθεί | είχαν κατανοηθεί | θα έχουν κατανοηθεί | να έχουν κατανοηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατανοώ