Δείτε επίσης: κατανοῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

κατανοώ, αόρ.: κατανόησα, παθ.φωνή: κατανοούμαι, π.αόρ.: κατανοήθηκα

  1. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, πιάνω
  2. δείχνω επιείκεια εκτιμώντας ειδικές συνθήκες

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία