Δείτε επίσης: κατανοῶ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατανοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατανοῶ, συνηρημένος τύπος του κατανοέω < κατα- + νοέω < νόος / νοῦς

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.noˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐νο‐ώ

  ΡήμαΕπεξεργασία

κατανοώ, αόρ.: κατανόησα, παθ.φωνή: κατανοούμαι, π.αόρ.: κατανοήθηκα

  1. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, πιάνω
  2. δείχνω επιείκεια εκτιμώντας ειδικές συνθήκες

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατά, νοώ και νους

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία