Δείτε επίσης: νοῦς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νους οι νόες
      γενική του νου
νοός
των νόων
    αιτιατική τον νου τους νόες
     κλητική νου νόες
Ο πληθυντικός, λόγιος, από την αρχαία κλίση του νόος.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νους < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈnus/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νους αρσενικό

  1. οι πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου που τον βοηθούν να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να επεξεργάζεται τα δεδομένα της
  2. η λογική σκέψη, η διάνοια
  3. (συνεκδοχικά) ο άνθρωπος που διαθέτει ανεπτυγμένες διανοητικές ικανότητες
    ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας σημαντικός νους της αρχαιότητας

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία