νους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νους | οι | νόες |
γενική | του | νου & νοός |
των | νόων |
αιτιατική | τον | νου | τους | νόες |
κλητική | νου | νόες | ||
Ο πληθυντικός, λόγιος, από την αρχαία κλίση του νόος. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νους < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανους αρσενικό
- οι πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου που τον βοηθούν να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να επεξεργάζεται τα δεδομένα της
- η λογική σκέψη, η διάνοια
- (συνεκδοχικά) ο άνθρωπος που διαθέτει ανεπτυγμένες διανοητικές ικανότητες
- ⮡ ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας σημαντικός νους της αρχαιότητας
Εκφράσεις
επεξεργασία- έχω το νου μου, έχε το νου σου! πρόσεχε κάτι, μην ξεχνάς να παρατηρείς κάτι
- ιθύνων νους
- νους υγιής εν σώματι υγιεί: η πνευματική και σωματική υγεία του ανθρώπου είναι αλληλένδετες
- πάει ο νους μου
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- -νοος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νοος στο Βικιλεξικό
- -νους Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νους στο Βικιλεξικό