Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε έχω, τον (προφορική αιτιατική), νους (στην αιτιατική) μου/σου/του

  Έκφραση

επεξεργασία

έχω το νου μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία