πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίνδυνος οι κίνδυνοι
      γενική του κινδύνου
& κίνδυνου
των κινδύνων
    αιτιατική τον κίνδυνο τους κινδύνους
     κλητική κίνδυνε κίνδυνοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κίνδυνος αρσενικό

  1. οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
  2. οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση βρισκόμαστε και υπάρχει φόβος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίνδυνος οἱ κίνδυνοι
      γενική τοῦ κινδύνου τῶν κινδύνων
      δοτική τῷ κινδύν τοῖς κινδύνοις
    αιτιατική τὸν κίνδυνον τοὺς κινδύνους
     κλητική ! κίνδυνε κίνδυνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινδύνω
γεν-δοτ τοῖν  κινδύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κίνδυνος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)