κίνδυνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κίνδυνος | οι | κίνδυνοι |
γενική | του | κινδύνου & κίνδυνου |
των | κινδύνων |
αιτιατική | τον | κίνδυνο | τους | κινδύνους |
κλητική | κίνδυνε | κίνδυνοι | ||
όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κίνδυνος αρσενικό
- οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
Επεξεργασία
- ακίνδυνος
- διακινδύνευση
- διακινδυνεύω
- επικίνδυνος
- επικινδυνότητα
- κινδυνεύω
- κινδυνολογία
- κινδυνολογώ
- παρακινδυνεύω
- ριψοκινδυνεύω
- ριψοκίνδυνος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κίνδυνος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κίνδυνος αρσενικό
- κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση