κίνδυνος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κίνδυνος | οι | κίνδυνοι |
γενική | του | κινδύνου & κίνδυνου |
των | κινδύνων |
αιτιατική | τον | κίνδυνο | τους | κινδύνους |
κλητική | κίνδυνε | κίνδυνοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κίνδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίνδυνος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈcin.ði.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κίν‐δυ‐νος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κίνδυνος αρσενικό
- οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
- οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση βρισκόμαστε και υπάρχει φόβος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κίνδυνος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- κίνδυνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κίνδυνος | οἱ | κίνδυνοι |
γενική | τοῦ | κινδύνου | τῶν | κινδύνων |
δοτική | τῷ | κινδύνῳ | τοῖς | κινδύνοις |
αιτιατική | τὸν | κίνδυνον | τοὺς | κινδύνους |
κλητική ὦ! | κίνδυνε | κίνδυνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κινδύνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κινδύνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
κίνδυνος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κίνδυνος αρσενικό
- κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- κίνδυνος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- κίνδυνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κίνδυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.