ριψοκίνδυνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ριψοκίνδυνος < αρχαία ελληνική ῥιψοκίνδυνος < ῥίπτω + κίνδυνος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾι.psɔ.ˈcin.ði.nɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɾι.psɔ.ˈcin.ði.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɾι.psɔ.ˈcin.ði.nɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ριψοκίνδυνος, -η, -ο
- (πρόσωπο) που ριψοκινδυνεύει
- ριψοκίνδυνος οδηγός / ηθοποιός / πυροσβέστης
- (πράξη) που ενέχει κινδύνους
- ριψοκίνδυνη οδήγηση / τεχνική / επιχείρηση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ριψοκίνδυνα
- ριψοκινδυνεύω
- → δείτε τις λέξεις ρίπτω και κίνδυνος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ριψοκίνδυνος
|