συνετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συνετός | η | συνετή | το | συνετό |
γενική | του | συνετού | της | συνετής | του | συνετού |
αιτιατική | τον | συνετό | τη | συνετή | το | συνετό |
κλητική | συνετέ | συνετή | συνετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συνετοί | οι | συνετές | τα | συνετά |
γενική | των | συνετών | των | συνετών | των | συνετών |
αιτιατική | τους | συνετούς | τις | συνετές | τα | συνετά |
κλητική | συνετοί | συνετές | συνετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνετός < συνίημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.neˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐τός
Επίθετο
επεξεργασίασυνετός, -ή, -ό
- που ενεργεί αφού πρώτα σκεφτεί λογικά και με αυτοσυγκράτηση, που δεν προβαίνει σε ακραίες ενέργειες, που έχει σύνεση
- ⮡ συνετός άνθρωπος
- που γίνεται μετά από λογική σκέψη και με αυτοσυγκράτηση
- ⮡ συνετή ενέργεια