συνετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνετισμός < συνετίζω + -μός < ελληνιστική κοινή συνετίζω < αρχαία ελληνική συνετός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνετισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνετίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνετισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- συνετισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνετισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: συνετίζω