Δείτε επίσης: ἀπερίσκεπτος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απερίσκεπτος η απερίσκεπτη το απερίσκεπτο
      γενική του απερίσκεπτου της απερίσκεπτης του απερίσκεπτου
    αιτιατική τον απερίσκεπτο την απερίσκεπτη το απερίσκεπτο
     κλητική απερίσκεπτε απερίσκεπτη απερίσκεπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απερίσκεπτοι οι απερίσκεπτες τα απερίσκεπτα
      γενική των απερίσκεπτων των απερίσκεπτων των απερίσκεπτων
    αιτιατική τους απερίσκεπτους τις απερίσκεπτες τα απερίσκεπτα
     κλητική απερίσκεπτοι απερίσκεπτες απερίσκεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.peˈɾi.sce.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απερίσκεπτος

απερίσκεπτος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που πράττει πρoτού να σκεφτεί τις επιπτώσεις των ενεργειών του
     συνώνυμα: ασυλλόγιστος, επιπόλαιος  δείτε και τις λέξεις παράτολμος και απόκοπος
  2. (για πράξη ή για πρόσωπο) χωρίς προηγούμενη σκέψη
     συνώνυμα: άμυαλος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία