απερίσκεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απερίσκεπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπερίσκεπτος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.peˈɾi.sce.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐ρί‐σκε‐πτος
Επίθετο
επεξεργασία
απερίσκεπτος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που πράττει πρoτού να σκεφτεί τις επιπτώσεις των ενεργειών του
- ≈ συνώνυμα: ασυλλόγιστος, επιπόλαιος → δείτε και τις λέξεις παράτολμος και απόκοπος
- (για πράξη ή για πρόσωπο) χωρίς προηγούμενη σκέψη
Συγγενικά
επεξεργασία- απερίσκεπτα (επίρρημα)
- απερισκεψία
- → και δείτε τις λέξεις περί και σκέπτομαι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απερίσκεπτος
→ δείτε τις λέξεις ασυλλόγιστος και άμυαλος |
Πηγές
επεξεργασία
- απερίσκεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απερίσκεπτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απερίσκεπτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας